Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Χθες,
καθώς συνομιλούσα με το άρωμα που άφησε
το πέρασμα σου,
τ' αποφάσισα
έφυγα γιατί ήταν δύσκολο να σηκώσω στους ώμους μου
την αγάπη σου.
Ω, η αγάπη σου! Αυτή η αγάπη σου που κουρέλιασε
της ζωής μου το μέτρο.
Αυτή η ορμητική αγάπη σου που σήκωσε θύελλες 
σε πέλαγα και στεριές ακρωτηριάζοντας αγαπημένες
συνήθειες.
Έφυγα! Τ'ακούς;
αφήνοντας πίσω μου παραμορφωμένα τοπία,
δέντρα γυμνά, πεσμένα τηλεγραφόξυλα και μικροπράγματα
που ήσαν αθεράπευτα μαζί μου δεμένα.
Ξέχασε με αγαπημένη.
Αλλά μη ξεχάσεις τα σιωπηλά σούρουπα
να ποτίζεις τα παρτέρια στους κήπους των ρόδων μου.
Μη ξεχάσεις ν'ανοίξεις τ'ανατολικά μου παράθυρα
και μην αρνηθείς το φως της αυγής να σ'αγκαλιάσει.
Στο μεσημεριανό τραπέζι μη ξεχάσεις αγαπημένη να βάλεις
πρώτα το ψωμί που ζύμωσα με τα χέρια μου.
Μη χαραμίσεις τα Σαββατόβραδα προσφέροντας δάκρυα 
στον ίσκιο της απουσίας.
Κράτα γεμάτο το κανάτι με το κόκκινο κρασί της Κυριακής.
Ένας άλλος, ξεκίνησε ήδη το ταξίδι του κι έρχεται
να σου χτυπήσει την πόρτα.
Εμένα ξέχασε με αγαπημένη.
Μη βγεις να με ψάξεις.
Μη τρέξεις πίσω από τη σκόνη που οι λαχτάρες μου
σήκωσαν.
Κάποιος μέσα στις φλέβες μου, τρέχει πιο γρήγορα
από σένα.
Κράτα την τέφρα των αναμνήσεων και προχώρα.
Εγώ κουράστηκα ν' αρμενίζω πίσω από τζάμια θολά.
Κουράστηκα να καλπάζω πάνω στη καθημερινότητα
ενός ξένου δωματίου
Μπούχτισα από ένα μουντό πρατήριο ονείρων
ν'αγοράζω ιδιωτικές νύχτες που όνειρα τσαλακώνουν.
Αγαπημένη, για τη παλιά μου ζωή θα σου μιλήσω τώρα. 
Άκου:
Εκτροχιάστηκα ανάμεσα σε δύο αιώνες κι ο ποταμός
του χρόνου, με ξέβρασε σε μιαν απόκοσμη όχθη
όπου άνθρωποι και σκιές, έστεκαν πλάι πλάι σε ατελείωτες
ουρές περιμένοντας ν'αγοράσουν ημέρες από ένα μέλλον
διαλυμένο. Μουρμουρίζοντας διαρκώς λέξεις ακατανόητες
που έσταζαν μία περίεργη γεύση.
Θα σου μιλήσω για τα όνειρά μου που  έσερνα στις ετήσιες
δεξιώσεις των ανέμων και χωρίς τύψεις, τα παρέδιδα 
σ'έναν βραδινό αέρινο χορό κίτρινων φύλλων.
Χωρίς να τα λυπηθώ.
Χωρίς να περιθάλψω τα βαθιά τους τραύματα,
αφήνοντας τα έρμαια ενός πλήθους που ο πάταγος
της μοναξιάς τους, τους φώναζε: βοήθεια.

Ναι αγαπημένη,
έτσι έζησα.
Ξοδεύοντας μια ζωή γεμάτη οδοφράγματα.
Ανάμεσα στο όχι, στο μη, στο ποτέ, στο ίσως και στο δεν.
Πόσα πηγάδια δε μ'έπνιξαν στους δρόμους που πέρασα;
Πόσα πέλαγα θυμωμένα δεν έχασαν το στοίχημα με μένα;
Έτσι έζησα αγαπημένη! Έτσι.
Με τον εξαίσιο ήχο της ζωής να μου φυσάει 
τα χρώματα στις πόλεις, στα βουνά, στ' απέραντα δάση.
Κι εγώ, 
με τη ρετσινάτη μυρωδιά των πεύκων στα ρούχα μου,
τόλμησα να βαδίσω στις άγνωστες λεωφόρους των καιρών.

Συγχώρα με αγαπημένη.
Και γράμματα μη περιμένεις να σου στείλω.
Εγώ,
ακόμη και τώρα,
κυνηγάω να πιάσω
τον εαυτό μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου