Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Το σπίτι μας

Το σπίτι μας,
ήταν μια ξώπορτα στολισμένη από ξανθές
απρόσμενες εκπλήξεις
με κόκκινα παράθυρα ανοιχτά που έσταζε
απ' το περβάζι τους το μέλι
με πόρτες που κρέμονταν στα περάσματα 
των ανέμων για να μπαίνουν τα σφιχταγκαλιάσματα 
και να βγαίνουν τα χρόνια ατάραχα. 

Αυτό ήταν το σπίτι μας
με την μικρή Μυρτώ να μαζεύει
αμέριμνα απ' τους ασβεστωμένους τενεκέδες 
του υάκινθου τριζόνια και πεταλούδες.
Τον Λάμπρο πασαλειμμένο με νερομπογιές
να ζωγραφίζει δάση με καστανιές
 κι ευκάλυπτους.
Την μάνα μας ν' αγκαλιάζει τ' απομεσήμερα
τις τραμουντάνες και ν' απλώνει 
στο σχοινάκι της αυλής  του πατέρα
τ' άσπρα πουκάμισα.

Αυτό ήταν το σπίτι μας.
Το σπίτι που πέρναγε ο αέρας και μάζευε
φωνές.
Το σπίτι που ακούγαμε τις ώρες να περνούν
με τον γλυκό αντίλαλο της νιότης.
Με τα ζεστά χάδια του πατέρα που τα μετρούσαμε
με τα μεροκάματα που 'χαν περάσει από τα χέρια του.

Αυτό ήταν το σπίτι μας.
το σπίτι που κληρονόμησε έρωτες αρραβωνιάσματα
και περιβόλια
Το σπίτι των καλεσμένων
κρυμμένο πίσω από απέραντες εξοχές
παραδομένο ολότελα στην αντηλιά και στα ξανθά
αλώνια
τραγουδισμένο με βραδινούς σφυγμούς
και θερινές ανάσες.

Τα σπασμένα όνειρα ήρθαν μετά
φέρνοντας μαζί τους κρύα δειλινά 
και διαλυμένα καλοκαίρια.
Τα Κυριακάτικα ρούχα πνίγηκαν στην καθημερινότητα
των λυγμών.
Όταν πέθανε το αγιόκλημα, τρέξαμε
σε σκοτεινές ντουλάπες
και σε βροχερούς καιρούς να βρούμε
μαύρα φορέματα.
Ομίχλες πυκνές σκέπασαν τα σκοτωμένα 
Χριστούγεννα, τις χρυσές στιγμές,
τις ασημένιες ημέρες.

Αυτό ήταν το σπίτι μας
μέχρι που ήρθε εκείνος ο νυχτερινός
επισκέπτης και κάθισε χωρίς να μιλήσει 
στο τραπέζι μας
κι ασυγκίνητος άρχισε να τρώει με βουλιμία 
τα ενθύμια.