Χαμήλωσαν τα φώτα μες το καπηλειό
κι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι
οι θαμώνες.
Μπήκες και άνοιξες το τραύμα το παλιό
που μ' έμαθε να πίνω στο ποτήρι
τους χειμώνες.
Σ' αυτόν το χώρο δε χωράς,
εδώ η ζωή βραδιάζει
μαζεύει άτυχες στιγμές
κι άδικα τις μοιράζει.
Τα χείλη στέγνωσαν, ανάψανε φωτιές
είναι τα τζάμια της ζωής καθρέφτες
που θαμπώνουν.
Μάτια που χάριζαν αξέχαστες ματιές
τώρα αδιάφορα κοιτούν κι αδιάφορα
σκοτώνουν.
Σ' αυτόν το χώρο δε χωράς
εδώ η ζωή βραδιάζει
μαζεύει άτυχες στιγμές
κι άδικα τις μοιράζει.
κι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι
οι θαμώνες.
Μπήκες και άνοιξες το τραύμα το παλιό
που μ' έμαθε να πίνω στο ποτήρι
τους χειμώνες.
Σ' αυτόν το χώρο δε χωράς,
εδώ η ζωή βραδιάζει
μαζεύει άτυχες στιγμές
κι άδικα τις μοιράζει.
Τα χείλη στέγνωσαν, ανάψανε φωτιές
είναι τα τζάμια της ζωής καθρέφτες
που θαμπώνουν.
Μάτια που χάριζαν αξέχαστες ματιές
τώρα αδιάφορα κοιτούν κι αδιάφορα
σκοτώνουν.
Σ' αυτόν το χώρο δε χωράς
εδώ η ζωή βραδιάζει
μαζεύει άτυχες στιγμές
κι άδικα τις μοιράζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου